-
1 ветвь
-и, γεν. πλθ. -ей θ.1. κλαδί, κλάδος, κλωνάρι, κλώνος, κλαρί.2. μτφ. διακλάδωση•балтийская ветвь индоевропейских языков ο βαλτικός κλάδος των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών.
3. γραμμή συγγένειας•ветвь дворянского рода ο γενεαλογικός κλάδος των ευγενών.
-
2 область
область ж 1) η περιφέρεια. η περιοχή* автономная \область η αυτόνομη περιοχή 2) перен. ο κλάδος, ο τομέας* * *ж1) η περιφέρεια, η περιοχήавтоно́мная о́бласть — η αυτόνομη περιοχή
2) перен. ο κλάδος, ο τομέας -
3 отрасль
-
4 ветвь
ветвьж1. (дерева) τό κλαδί, τό κλαρί, ὁ κλώνος, τό κλωνάρι·2. перен (науки, техники) ὁ κλαδος (επιστήμης, τέχνης)·3. (рода) ὁ γενεαλογικός κλάδος. -
5 ответвление
ответв||лениес1. (отросток, ветвь) τό κλαδί, ὁ κλάδος, ὁ κλώνος, τό κλωνί, τό κλωνάρι, τό κλαρί·2. (дороги и т. ἡ.) ἡ διακλάδωση (όδοῦ)·3. перен τό παρακλάδι:\ответвлениеление ао́рты анат. ὁ κλάδος τής ἀορτής, -литься несов διακλαδίζομαι, διακλαδώνομαι. -
6 отрасль
о́трасл||ьж в разн. знач. ὁ κλάδος:\отрасльи промышленности οἱ κλάδοι τής βιομηχανίας· \отрасль науки ὁ κλάδος τής ἐπιστήμης. -
7 отдел
-а α.1. τμήμα, μέρος•историю обычно делят на три -а: древную, среднюю, новую την ιστορία συνήθως την χωρίζουν σε τρία μέρη: αρχαία, μεσαιωνική, νέα.
2. τμήμα (ιδρύματος, εργοστασίου κ.τ.τ.)• отдел снабжения τμήμα εφοδιασμού•отдел кадров τμήμα προσωπικού•
справочный отдел γραφείο πληροφοριών.
3. κλάδος•отдел науки κλάδος επιστήμης.
|| στήλη•отдел сатиры и юмора στήλη σάτιρας και χιούμορ.
4. παλ. χώρισμα, ξεχώρισμα• παραχώρηση. -
8 отрасль
-и θ.1. παλ. κλάδος (φυτού).2. παλ. απόγονοι, επίγονοι.3. παλ. διακλάδωση (οροσειράς).4. μτφ. τομέας•отрасль промышленности κλάδος της βιομηχανίας.
-
9 автомобилестроение
η κατασκευή αυτοκινήτων (κλάδος βιομηχανίας).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > автомобилестроение
-
10 вагоностроение
ο (βιομηχανικός) κλάδος κατασκευής βαγονιώνη κατασκευή βαγονιώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вагоностроение
-
11 ветвь
1. (дерева, кустарника) το κλαδίτο κλαρίτο κλωνάρι2. (науки и т.п.) о κλάδος 3. (ответвление от чего-л. главного) η διακλάδωσ/η. спиральная - (галактики) о σπειροειδής βραχίονας του ΓαλαξίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ветвь
-
12 дисциплина
I.(установленный порядок) η πειθαρχία.II.(отрасль научного знания, учебный предмет) το μάθημα, ο κλάδος της επιστήμηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > дисциплина
-
13 домостроение
ο κλάδος της οικοδόμησης κατοικιών, η οικοδομική.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > домостроение
-
14 область
1. тех. η περιοχή, η ζώνη- высокого барометрического давления - υψηλών βαρομετρικών πιέσεων, ο αντικυκλώ-νας- допустимого режима - της επιτρεπόμενης λειτουργίας, Ε - ионосферы το στρώμα Ε της ιονόσφαιραςзапрещённая физ. - απαγόρευσης- низкого барометрического давления - των χαμηλών βαρομετρικών πιέσεων, ο κυκλώνας2. (отрасль знаний, науки и тп.) о τομέας, ο κλάδος 3. анат. η χώρα 4. (часть территории) η περιοχή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > область
-
15 ответвление
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ответвление
-
16 отдел
το τμήμα, το παράρτημαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отдел
-
17 отрасль
1. (область науки, знаний и т.п) о κλάδος - промышленности - της βιομηχανίας 2. (определённая сфера деятельности, производства и т.п.) о τομέας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отрасль
-
18 отросток
1. тех. о κλάδος, το παρακλάδι (του σωλήνα)приёмный - осушительного трубопровода - της αναρρόφησης του δικτύου αποστράγγισης2. бот. о βλαστός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отросток
-
19 раздел
1. (деление на части) η διανομή, η κατανομή, το μοίρασμα, η μοιρασιά, η διαίρεση 2. (часть целого) το τμήμα- науки ο τομέας της επιστήμης, ο κλάδος της επιστήμης- текста книги το κεφάλαιο, το χωρίο (του κειμένουτου βιβλίου) Заграница между чём-л.) τα σύνοραРусско-греческий словарь научных и технических терминов > раздел
-
20 серология
(раздел биологии) η ορολογία (κλάδος της βιολογίας).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > серология
См. также в других словарях:
κλαδός — κλάδος branch neut gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλάδος — branch masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλάδος — (I) ο (AM κλάδος) βλαστός δέντρου ή θάμνου, κλαδί, κλαρί, κλώνος («ἀπὸ δὲ τῆς ἐλαίης τοὺς κλάδους γῆν πᾱσαν ἐπισχεῑν», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. καθετί που αποτελεί υποδιαίρεση ή τμήμα ενός συνόλου (α. «η γεωμετρία είναι κλάδος τών μαθηματικών», β.… … Dictionary of Greek
κλάδος — ο 1.βλαστός δέντρου ή θάμνου, κλωνάρι, κλαδί: Μη σπάτε τους κλάδους του δέντρου. 2. καθετί που αποτελεί υποδιαίρεση ή τμήμα ενός όλου: Η Γεωμετρία είναι κλάδος των Μαθηματικών. 3. κλάδεμα αμπελιού: Το αμπέλι θέλει κλάδο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλάδος ή κλώνος ή κλαδί ή κλωνάρι — Δευτερεύων βλαστός που φύεται κατά την επιμήκυνση του κύριου βλαστού των φυτών (κύριος άξονας). Υπάρχουν επίσης σπάνιες περιπτώσεις βλαστών που δεν διακλαδίζονται (απλοί βλαστοί), όπως συμβαίνει στο μεγαλύτερο μέρος των ποωδών φυτών της… … Dictionary of Greek
Κλάδος, Γαληνός — (18ος 19ος αι.). Γιατρός από τη Σμύρνη. Μετά το τέλος των σπουδών του στην Ιταλία επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου άσκησε την ιατρική για πενήντα χρόνια. Διετέλεσε καθηγητής ανθρωπολογίας στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης. Έγραψε το επιστημονικό… … Dictionary of Greek
Κλάδος, Μαρίνος — Γιατρός και αγωνιστής του 1821. Αρχικά έζησε στη Χίο και αργότερα εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη. Αμέσως μετά την έναρξη της Επανάστασης επέστρεψε στην Ελλάδα όπου διακρίθηκε σε διάφορες πολεμικές επιχειρήσεις. Μετά την απελευθέρωση μετέβη και πάλι στη … Dictionary of Greek
ζωολογία — Κλάδος της βιολογίας που μελετά τα ζώα, είτε στις διάφορες μορφές και εκδηλώσεις τους είτε στις αμοιβαίες σχέσεις με τα όμοιά τους και με το περιβάλλον. Όπως προκύπτει από τον τόσο ευρύ ορισμό, η ζ. περιλαμβάνει διάφορους κλάδους. Με τις μορφές… … Dictionary of Greek
υδροβιολογία — Κλάδος της βιολογίας, που ασχολείται ειδικά με τους ζωικούς και φυτικούς οργανισμούς που ζουν μέσα στο νερό, είτε θαλασσινό, είτε γλυκό. Η υ. ερευνά επίσης και την επίδραση που έχει το νερό πάνω στους οργανισμούς αυτούς. Στη μελέτη της υ.… … Dictionary of Greek
αεροδυναμική — Κλάδος της μηχανικής που έχει ως αντικείμενο μελέτης την κίνηση αέριων μαζών και ιδιαίτερα τις μετατοπίσεις τους στο εσωτερικό ενός αγωγού (στρόβιλοι, αντλίες) ή πάνω στην επιφάνεια στερεών σωμάτων και στον άμεσα γειτονικό χώρο τους (αέρας γύρω… … Dictionary of Greek
ανθρωπογεωγραφία — Κλάδος της γεωγραφίας που ασχολείται με τη μελέτη της Γης ως κατοικίας του ανθρώπου και του ίδιου του ανθρώπου σε σχέση με το περιβάλλον του. Αυτό σημαίνει ότι την α. απασχολούν: α) η γεωγραφική κατανομή των ανθρώπινων ομάδων στην επιφάνεια της… … Dictionary of Greek